naufragado - ορισμός. Τι είναι το naufragado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι naufragado - ορισμός


naufragado      
Sinónimos
adjetivo
naufragar      
Sinónimos
verbo
Antónimos
verbo
1) obtener: obtener, conseguir, ganar
naufragar      
naufragar (del lat. "naufragare")
1 intr. *Hundirse un barco en el agua por accidente. Zozobrar. Sufrir alguien el naufragio del barco en que va.
2 *Fracasar algún intento o asunto. Fracasar en algún intento o asunto.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για naufragado
1. Han sido centenares los proyectos que han naufragado por intentar ofrecer Internet gratuito en los núcleos urbanos.
2. Son los dos marineros hallados en el interior del Nuevo Pepita Aurora, el pesquero naufragado el pasado día 5.
3. Según Mitvol, el azufre no supone un peligro ecológico, pero no así el combustible de los depósitos del buque naufragado.
4. Bush para salvar de la catástrofe al sistema financiero, pese a que ha naufragado en la primera votación en el Congreso.
5. El intento republicano de vincular al líder afroamericano con un ex líder radical en la década de los 60 han naufragado estrepitosamente.
Τι είναι naufragado - ορισμός